Η Διαμεσολάβηση, είναι μια εξωδικαστική διαδικασία επίλυσης διαφορών, σύντομη και σύννομη, διαρθρωμένη, εχέμυθη και εμπιστευτική στην οποία παρίστανται τα εμπλεκόμενα μέρη μαζί με τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους και ένα τρίτο ουδέτερο πρόσωπο ο Διαμεσολαβητής, εφαρμόζεται δε επί σειρά ετών, ανά τον κόσμο με θετικά αποτελέσματα. Στην χώρα μας η διαμεσολάβηση, εισήχθη με τον νόμο υπ’ αριθμό 3898/2010, περί Διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ο οποίος ψηφίστηκε με σκοπό την προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2008/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 2008 για ορισμένα θέματα διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις διασυνοριακών διαφορών, καθώς και τη θεσμοθέτηση εθνικών διαδικασιών διαμεσολάβησης. Έκτοτε, ο νόμος έχει τροποποιηθεί, με τελευταία τροποποίηση τον Ν. 4640/2019, που αφορά την περαιτέρω εναρμόνιση με την Ευρωπαϊκή οδηγία, για θέματα διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις επί διαφορών με εθνικό ή διασυνοριακό χαρακτήρα. Επίσης, επισημαίνεται ότι οι σχετικές ρυθμίσεις δεν τυγχάνουν εφαρμογής στη δικαστική διαμεσολάβηση, όπως αυτή ρυθμίζεται στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.


Με τη διαδικασία της διαμεσολάβησης μπορούν να επιλυθούν όλες οι διαφορές ιδιωτικού δικαίου εφόσον τα μέρη έχουν την εξουσία να διαθέτουν το αντικείμενο της διαφοράς τους. Ενδεικτικά, τέτοιες διαφορές μπορεί να είναι οικογενειακές, από σχέσεις οροφοκτησίας, εργατικές διαφορές, διαφορές για αξιώσεις ηθικής βλάβης λόγω προσβολής της προσωπικότητας, κληρονομικές διαφορές, υποθέσεις αστικής ιατρικής ευθύνης, διαφορές μεταξύ οργανισμών συλλογικής διαχείρισης δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και χρηστών, αγωγές χρέους, αγωγές αποζημιώσεως από τροχαία ατυχήματα και πολλές άλλες.
Με τον νέο Νόμο εισάγεται η Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία (άρθρα 6 και 7). Ειδικότερα, από 15/1/2020 στις οικογενειακές διαφορές, εκτός από αυτές των περιπτώσεων α,β και γ της παραγράφου 1 (διαζύγιο, ακύρωση γάμου, αναγνώριση της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας γάμου), καθώς και εκείνες της παραγράφου 2 του άρθρου 592 Κ.Πολ.Δ. (προσβολή πατρότητας, μητρότητας κλπ) και από 15/3/2020 στις αστικές διαφορές της τακτικής Μονομελούς Πρωτοδικείου, άνω των 30.000 ευρώ και Πολυμελούς Πρωτοδικείου, το μέρος που προτίθεται να προβεί σε άσκηση αγωγής υποβάλλει υποχρεωτικά, (με ποινή απαραδέκτου της συζήτησης της αγωγής), αίτημα προσφυγής στη διαδικασία διαμεσολάβησης. Στην συνέχεια τα δύο μέρη θα προσφύγουν σε μια υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης, όπου θα διερευνηθεί ουσιαστικά αν υπάρχει έδαφος ώστε να προχωρήσουν περαιτέρω στην διαδικασία διαμεσολάβησης και να προσπαθήσουν να διευθετήσουν συναινετικά την υπόθεσή τους και να καταρτίσουν συμφωνητικό (πρακτικό).


Όχι. Η διαμεσολάβηση δεν είναι υποχρεωτική. Η υποχρεωτικότητα της αρχικής συνεδρίας που εισήχθη με τον Ν.4640/2019 αφορά την υποχρεωτική ενημέρωση των μερών από τον διαμεσολαβητή σχετικά με την διαδικασία και τον θεσμό της διαμεσολάβησης. Τα μέρη είναι ελεύθερα να αποχωρήσουν στην συνέχεια αν δεν επιθυμούν να επιλέξουν την διαμεσολάβηση ή να συνεχίσουν την διαδικασία της διαμεσολάβησης με τον ίδιο ή με άλλον διαμεσολαβητή.
Ο διαμεσολαβητής είναι ένα τρίτο ουδέτερο πρόσωπο που υποβοηθά τις διαπραγματεύσεις. Δεν κρίνει, δεν αποφασίζει, δεν κατευθύνει τα μέρη προς μια λύση δικής του επιλογής. Ο διαμεσολαβητής δεν είναι Δικαστής! Αποτελεί ένα πρόσωπο με ρόλο καθαρά βοηθητικό στη διαδικασία, την οποία διευθύνει μεν, το αποτέλεσμα της οποίας όμως δεν καθορίζει. Διευκολύνει την εξέλιξη της διαδικασίας διαμεσολάβησης, θέτοντας τους κανόνες της, προς διευκόλυνση των μερών, πάντα σε συνεργασία με τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, που αποτελούν αρωγό της διαδικασίας.


Σύμφωνα με τον Ν. 4640/2019, το μέρος που προτίθεται να προβεί σε άσκηση αγωγής έχει την δυνατότητα είτε να επικοινωνήσει με το άλλο μέρος και να διορίσουν έναν διαμεσολαβητή κοινής αποδοχής είτε να απευθυνθεί σε διαμεσολαβητή της επιλογής του ο οποίος θα αναλάβει να έλθει σε επαφή με το άλλο μέρος προκειμένου να λάβει εγγράφως την έγκριση για τον διορισμό του. Σε περίπτωση διαφωνίας για το πρόσωπο του διαμεσολαβητή, τότε διορίζεται ένας από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης (ΚΕΔ).
Η αμοιβή του διαμεσολαβητή ορίζεται ελεύθερα με έγγραφη συμφωνία αυτού και των μερών. Διαφορετικά, η αμοιβή του διαμεσολαβητή ορίζεται στο ποσό των πενήντα (50) ευρώ για την υποχρεωτική αρχική συνεδρία και αν τα μέρη επιλέξουν στην συνέχεια την διαδικασία της διαμεσολάβησης, η αμοιβή του διαμεσολαβητή ορίζεται στο ποσό των ογδόντα (80) ευρώ για κάθε ώρα διαμεσολάβησης. Τα ανωτέρω ποσά βαρύνουν τα μέση κατ’ ισομοιρία.


Η διαδικασία της διαμεσολάβησης διεξάγεται με βάση την εμπιστευτικότητα και το απόρρητο με σκοπό να μην δημοσιοποιούνται ευαίσθητες πληροφορίες, οι οποίες αφορούν τα μέρη και τη διαφορά που τους απασχολεί. Πριν την έναρξη της διαδικασίας όλοι οι συμμετέχοντες δεσμεύονται εγγράφως να τηρήσουν το απόρρητο της διαδικασίας. Επιπλέον, ο διαμεσολαβητής μπορεί να επικοινωνεί και να συναντάται με καθένα από τα μέρη ξεχωριστά και τις πληροφορίες που αντλεί, κατά τις επαφές αυτές με το ένα μέρος, δεν επιτρέπεται να τις γνωστοποιεί στο άλλο μέρος χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του. Δημιουργείται με αυτό τον τρόπο ένα περιβάλλον ευνοϊκό για την επίλυση της διαφοράς, που διαφυλάσσει τα μέρη από αρνητική δημοσιότητα και παράλληλα τα διευκολύνει να διατηρήσουν τις μεταξύ τους σχέσεις και ένα ευνοϊκό κλίμα.
Ναι. Τα μέρη παρίστανται πάντα με την παρουσία των δικηγόρων. Η αμοιβή του νομικού παραστάτη κάθε μέρους συμφωνείται ελεύθερα. Κατά την υποχρεωτική αρχική συνεδρία η αμοιβή του δικηγόρου συμφωνείται ελεύθερα. Αν στην συνέχεια επιλεχθεί η διαδικασία της διαμεσολάβησης, τότε οι δικηγόροι εκδίδουν τα σχετικά γραμμάτια προκαταβολής εισφορών.


Σύμφωνα με τον Ν.4640/2019, η έγγραφη γνωστοποίηση του διαμεσολαβητή προς τα μέση για τη διεξαγωγή της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας ή η συμφωνία της εκούσιας προσφυγής στην διαδικασία της διαμεσολάβησης του άρθρου 5, αναστέλλει την παραγραφή και την αποσβεστική προθεσμία άσκησης των αξιώσεων και των δικαιωμάτων, εφόσον αυτές έχουν αρχίσει, σύμφωνα με τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, καθώς και τις δικονομικές προθεσμίες των άρθρων 237 και 238 Κ.Πολ.Δ., για όσο χρόνο διαρκεί η διαδικασία της διαμεσολάβησης.
Το πρακτικό επίτευξης συμφωνίας, υπογράφεται από όλους τους συμμετέχοντες στη διαδικασία και δύναται να κατατεθεί στη γραμματεία του αρμόδιου Πρωτοδικείου από οποιοδήποτε των μερών, ώστε να αποτελεί εκτελεστό τίτλο υπό τις προϋποθέσεις του νόμου. Κατά την κατάθεση προσκομίζεται παράβολο ποσού πενήντα (50) ευρώ το οποίο βαρύνει την καταθέτη, εκτός αν τα μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά.


Η διαμεσολάβηση είναι ένα εναλλακτικός τρόπος επίλυσης μιας διαφοράς. Είναι μια εξωδικαστική, ευέλικτη και μη δεσμευτική διαδικασία που μπορεί να προσφέρει ταχεία επίλυση της υπόθεσης και εξοικονόμηση κόστους για τα μέρη. Είναι επίσης σημαντικό ότι όλη η διαδικασία διεξάγεται στα πλαίσια εμπιστευτικότητας και απορρήτου. Ό,τι ειπωθεί στα πλαίσια της διαμεσολάβησης δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί αργότερα σε μία δίκη, διότι ο διαμεσολαβητής δεν δύναται να καταθέσει σε δίκη ως μάρτυρας ή να εκπροσωπήσει αντίστοιχα ένα από τα μέρη ως δικηγόρος. Η δεσμευτικότητα της συμφωνίας που τυχόν επιτευχθέι, ξεκινά μόνο με την κατάθεση του πρακτικού επιτυχούς συμφωνίας στο κατά τόπον Πρωτοδικείο.